Πανεπιστημιούπολη Ρίο, Αχαΐα, Τ.Κ. 26504

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΦΟΡΕΙΣ
ergastiri-neoel-dialekton1

A. ΑΪΒΑΛΙΩΤΙΚΑ

  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η διάλεκτος των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και Μοσχονησίων ανήκει στα λεγόμενα ‘βόρεια ιδιώματα’ και εμφανίζει τα βασικότερα φωνολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Διαμορφώθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, μετά την εγκατάσταση αποίκων στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας (Αιολία), προερχομένων κυρίως από το νησί της Λέσβου. Με την πάροδο του χρόνου, οι ποικιλίες που ομιλούνταν από τους αποίκους εξαλείφθηκαν και κατέστη ανεξάρτητη διάλεκτος, η οποία παρουσίαζε σημαντικές ομοιότητες με τη Λεσβιακή. Η διάλεκτος του Αϊβαλιού και του Μοσχονησιού έχει δεχτεί ισχυρές επιρροές από την Τουρκική, την επίσημη γλώσσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα εμφανίζει και πολλά στοιχεία των Ρομανικών διαλέκτων, λόγω της μακροχρόνιας Ιταλικής (Γενοβέζικης) κυριαρχίας στην περιοχή (13ος – 15ος αι.).

  • ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Πριν το 1922, τα Αϊβαλιώτικα ομιλούνταν στην περιοχή των Κυδωνιών (Αϊβαλί) και στις γύρω περιοχές της βορειοδυτικής Τουρκίας. Μετά το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου και την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης (1923), η Αϊβαλιώτικη διάλεκτος διατηρήθηκε σε ορισμένους διαλεκτικούς θύλακες, όπως στο νησί της Λέσβου, ενώ η διάλεκτος των Μοσχονησίων έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Οι ομιλητές είναι πρόσφυγες πρώτης (λίγοι) και δεύτερης γενιάς. Η διάλεκτος απειλείται με εξαφάνιση.

  • ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η διάλεκτος των Κυδωνιών και Μοσχονησίων παρουσιάζει τα βασικά γνωρίσματα του βόρειου φωνηεντισμού, δηλαδή την ανύψωση των άτονων μέσων φωνηέντων /e/ και /o/ (π.χ. φιγγάρ < φεγγάρι, χουράφ < χωράφι) και την αποβολή των άτονων /i/ και /u/ (π.χ. χέρ < χέρι, πλώ < πουλώ). Κάποια άλλα βασικά χαρακτηριστικά της διαλέκτου είναι τα ακόλουθα (Αναγνώστου 1902, Kretschmer 1905):

Φωνολογία

1) Η τροπή του συμφώνου [c] σε [ts] πριν από τα πρόσθια φωνήεντα /e/ και /i/ (π.χ. τσι < κι ‘και’, στσέπασι < σκέπασι ‘σκέπασε’). Το συγκεκριμένο φαινόμενο εντοπίζεται στη διάλεκτο του Αϊβαλιού, αλλά απουσιάζει από εκείνη του Μοσχονησιού.

2) Σε ορισμένες περιπτώσεις το σύμφωνο /t/ προφέρεται ως [c] μπροστά από το /i/ και /e/, μόνο στη διάλεκτο του Μοσχονησιού, π.χ. κυρί < τυρί.

3) Περιστασιακή ανάπτυξη ενός αρχικού /a/ σε σημαντικό αριθμό λέξεων, π.χ. αγλήγουρα < γρήγορα, αχιλώνα < χελώνα.

4) Επένθεση ενός /i/ μεταξύ του τελικού /s/ της ονομαστικής πτώσης και του αρχικού /m/ της ασθενούς μορφής της κτητικής αντωνυμίας, π.χ. ι πατέρας-ιμ < o πατέρας μου (βλ. Gafos & Ralli 2002).

Μορφολογία

5) Επικράτηση της μορφής /i/ του άρθρου αντί του /o/ στην ονομαστική ενικού των αρσενικών ονομάτων, π.χ. ι πατέρας αντί για ο πατέρας.

6) Χρήση του –έλ’(ι) ως το πιο παραγωγικό υποκοριστικό επίθημα, π.χ. μουρέλ’ < μωρέλι ‘μικρό παιδί’, μόνο στην Αϊβαλιώτικη. Στη διάλεκτο του Μοσχονησiού χρησιμοποιείται το γνωστό της Κοινής Νέας Ελληνικής -άκι, π.χ. μουράκ(ι).

7) Ύπαρξη περισσοτέρων από ένα κλιτικών επιθημάτων στον Παρατατικό ρημάτων της ΚΤ1, π.χ. αγάπουμνα / αγαπούσα ‘αγαπούσα’.

8) Χρήση της αιτιατικής αντί της γενικής πτώσης του κλιτικού, π.χ. μι φέρν’ς < με φέρν’ς, αντί για ‘μου φέρνεις’.

9) Ο Παρακείμενος σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα ‘έχω’ ή το ‘είμαι’ και την παθητική μετοχή, π.χ. έχου φιρμένου αντί για έχω φέρει, είμι φαγουμένους αντί για έχω φάει.

Λεξιλόγιο

Στο λεξικό της διαλέκτου των Κυδωνιών και Μοσχονησίων παρουσιάζεται ένας μεγάλος αριθμός λεξικών δανείων, κυρίως από την Τουρκική, αλλά και από την Ιταλική (βλ. Ράλλη, υπό έκδοση).

B. ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΗ

  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Καππαδοκική διάλεκτος είναι μικρασιατική διαλεκτική όμάδα που αποτελείται από ποικιλίες τις οποίες μιλούσαν μέλη του Rum Millet (Κοινότητα των Ρωμιών) στην κεντρική Μικρά Ασία. Οι ποικιλίες της, γεωγραφικά, χωρίζονται στις ακόλουθες: α) Σίλλη, β) Φάρασα, γ) Κεντρική Καππαδοκία, δ) Βόρεια Καππαδοκία (τα χωριά Σύλατα, Ανακού, Φλογητά, Μαλακοπή, Σινασός, Ποταμιά, Δελμεσός) και ε) Νότια Καππαδοκία (Αραβανί, Γκουρντανος, Φερτάκαινα, Ουλαγάτς, Σεμέντερε). Οι Καππαδόκες ομιλητές ήταν δίγλωσσοι στην Καππαδοκική και στην Τουρκική, καθώς έζησαν το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας τους σε κοινωνίες στις οποίες η κυρίαρχη γλώσσα ήταν η Τουρκική. Η συνεχής χρήση της Ελληνικής στη Μικρά Ασία έφτασε στο τέλος της, ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της Λωζάννης, την 1η Μαϊου 1923, έπειτα από τον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο (1919 – 1922). Με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, οι Καππαδόκες υιοθέτησαν την Ελληνική, μέχρι που θεωρήθηκε ότι η Καππαδοκική τελικά εξαφανίστηκε την δεκαετία του 1960. Παρ’ όλα αυτά, η ποικιλία του Μιστί βρέθηκε και καταγράφηκε σε περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, σε χρήση όχι μόνο από την πρώτη γενιά των προσφύγων, αλλά και από τη δεύτερη και την τρίτη γενιά (Mark Janse & Dimitris Papazachariou 2005).

  • ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Η Καππαδοκία είναι μία ιστορική περιοχή που βρίσκεται στην κεντρική Μικρά Ασία (Ανατολία, Τουρκία) και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Nevşehir της σημερινής Τουρκίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η χρήση της νεοελληνικής διαλέκτου της Καππαδοκίας περιορίστηκε γεωγραφικά σε είκοσι περίπου χωριά ανάμεσα στις οθωμανικές πόλεις Nevşehir (στα ελληνικά Νεάπολις), Kayseri (στα ελληνικά Καισάρεια) και Niğde (στα ελληνικά Νίγδη), στις οποίες κατοικούσαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει κοινότητες που μιλούσαν την Καππαδοκική: Ανακού, Αραβισός, Αραβανί, Αξός, Γούρδουνος, Δήλα, Φερτέκι, Μαλακοπή, Μιστί, Ουλαγάτς, Ποτάμια, Σεμεντερή, Σίλατα, Σινασός, Τελμησσός, Τζαλέλα, Τροχός, Τσαρικλί, Τσελτέκ και Φλοϊτά.

Μετά την Ανταλλαγή Πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1923), οι Ελληνόφωνοι Καππαδόκες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε περιοχές στην κεντρική και τη βόρεια Ελλάδα. Εκεί, κατοίκησαν σε ελληνικές πόλεις και χωριά ή ίδρυσαν νέες κοινότητες στις οποίες έδιναν συχνά τα ονόματα των περιοχών της καταγωγής τους στη Μικρά Ασία. Για παράδειγμα, πρόσφυγες από το Μιστί εγκαταστάθηκαν σε χωριά και πόλεις στη δυτική και ανατολική Μακεδονία (στο Αγιονέρι και στο Ξηροχώρι Κιλκίς, στην Καβάλα), στη Θράκη (στην Αλεξανδρούπολη, στην Ξάνθη), στη Θεσσαλία (Μάντρα Λαρίσης) και στην Ήπειρο (Κόνιτσα).

  • ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η νεοελληνική διάλεκτος της Καππαδοκίας παρουσιάζει αρκετά γραμματικά φαινόμενα, τα οποία την διακρίνουν από τις άλλες νεοελληνικές ποικιλίες: αρχαϊκά στοιχεία που είναι χαρακτηριστικά προηγούμενων φάσεων της ιστορίας της Ελληνικής, στοιχεία που μοιράζεται με άλλες νεοελληνικές ποικιλίες της Μικράς Ασίας, στοιχεία της Τουρκικής που εισήλθαν στην Καππαδοκική λόγω της επαφής της με την Τουρκική.

Φωνολογία

  • Aποβολή των υψηλών φωνηέντων /i/ και /u/ και ανύψωση των μέσων φωνηέντων /e/ και /o/ σε /i/ σε άτονες συλλαβές στο τέλος της λέξης.

  • Aνάπτυξη των μεταφατνιακών τριβόμενων /ʃ/ και /ʒ/ και των ουρανικοφατνιακών προστιβόμενων /tʃ/ και /dʒ/ πριν από τα πρόσθια φωνήεντα /i/ και /e/.

  • Απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος /st/ σε /s/ σε αμαλγάματα που αποτελούνται από τις προθέσεις σε και ας ‘από’ και σε διάφορες μορφές του οριστικού άρθρου.

  • Εισαγωγή στο φωνηματικό σύστημα της Καππαδοκικής των τουρκικών συμφώνων /ɣ/ και /q/ και των τουρκικών φωνηέντων /œ/, /y/, /ɯ/. Όταν αυτά τα φωνήεντα εμφανίζονται σε παραγωγικά και κλιτικά επιθήματα είτε ελληνικής είτε τουρκικής προέλευσης, υπόκεινται συχνά στη φωνηεντική αρμονία της τουρκικής.

  • Επέκταση της χρήσης των τουρκικών δασέων κλειστών /ph/, /th/ και /kh/ από δάνειες λέξεις σε λέξεις ελληνικής προέλευσης.

  • Τα ελληνικά οδοντικά τριβόμενα /θ/ και /ð/ συγχωνεύτηκαν με τα φατνιακά κλειστά /t/ και /d/ ή με τα υπερωικά και ουρανικά τριβόμενα /x/ και /j/.

Μορφολογία

  • Απουσία των περιφραστικών δομών που σχηματίζονται με το βοηθητικό ρήμα έχω και με το αόριστο απαρέμφατο για τη δήλωση του υπερσυντέλικου και του παρακείμενου.

  • Επέκταση της χρήσης της γενικής ενικού και πληθυντικού αριθμού και των καταλήξεων ονομαστικής/αιτιατικής πληθυντικού αριθμού των ουδέτερων ουσιαστικών που λήγουν σε –ι σε αρσενικά, θηλυκά και άλλα ουδέτερα ουσιαστικά.

  • Αντικατάσταση της δοτικής πτώσης από την αιτιατική για τη μορφολογική δήλωση του έμμεσου αντικειμένου.

  • Εκτεταμένη χρήση των ουδέτερων μορφών σε στόχους συμφωνίας γένους (άρθρα, επίθετα, μόρια, αντωνυμίες, αριθμητικά) που ελέγχονται από αρσενικά και θηλυκά ουσιαστικά.

  • Φαινόμενα συγκολλητικής μορφολογίας. Οι ελληνικές κτητικές αντωνυμίες μετατράπηκαν σε κτητικά επιθήματα, όπως συμβαίνει και στην Τουρκική. Συγκολλητική μορφολογία εμφανίζεται και στην κατηγορία του ρήματος. Η κλίση του συνδετικού ρήματος είναι συγκολλητική και βασίζεται στο 3ο πρόσωπο ενικού αριθμού, όπως συμβαίνει και στην Τουρκική.

  • Έλλειψη διάκρισης γραμματικού γένους. Εμφανίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις και αποκλειστικά στην κλιτική μορφολογία των έμψυχων ουσιαστικών που ανήκουν στις τάξεις του αρσενικού και του θηλυκού γένους. Το οριστικό άρθρο δεν διαθέτει διάκριση γένους, ενώ τα επίθετα και άλλοι τροποποιητές εμφανίζονται στο ουδέτερο γένος.

Λεξιλόγιο

Η Καππαδοκική διατηρεί πολλές ελληνικές αρχαϊκές λέξεις. Επιπλέον, ως μία γλώσσα επαφής, χρησιμοποιεί λεξικά δάνεια από την Τουρκική σε ευρεία κλίμακα. Επιπρόσθετα, δανείστηκε πολλές λέξεις από τη Λατινική, την Ιταλική, τη Σλαβική και την Αρμενική.

ΓΠΟΝΤΙΑΚΗ

  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τα Ποντιακά είναι μια μικρασιατική διάλεκτος που σήμερα ομιλείται από πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς, κατοίκους περιοχών της Περιφέρειας της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα. Τα συναντάμε επίσης σε μερικές πόλεις του Βόρειου Καυκάσου και της Γεωργίας. Οι Πόντιοι ομιλητές απομακρύνθηκαν από την ακτή της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία (Πόντος), έπειτα από τον Ελληνο-τουρκικό Πόλεμο (1919 – 1922). Πληθυσμός μουσουλμάνων Ποντίων, που μιλά μια υπο-ποικιλία της Ποντιακής, τα Ρωμαίικα, εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή, ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες και κατοικεί ακόμα σε ορισμένα χωριά των επαρχιών Τόνγια και Όφις (Τραπεζούντα), στον Πόντο.

  • ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ

Τα Ποντιακά ομιλούνταν σε μια γεωγραφική ζώνη μήκους 400 χιλιομέτρων στα βορειοανατολικά μικρασιατικά παράλια (με δυτικότερο άκρο την Ινέπολη και ανατολικότερο την Κολχίδα) καθώς και σε τμήματα της μικρασιατικής ενδοχώρας, σε απόσταση 100 περίπου χιλιομέτρων από την ακτή. Το μεταναστευτικό ρεύμα του 19ου αιώνα οδήγησε στην ίδρυση ποντιακών κοινοτήτων στην περιοχή του Καυκάσου, ενώ η μετέπειτα αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών σύμφωνα με τη Σύμβαση Περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και των Τουρκικών Πληθυσμών που υπογράφηκε στη Λωζάννη την 1η Μαΐου του 1923, οδήγησε στη μαζική μετακίνηση των Ποντίων στην κυρίως Ελλάδα. Σήμερα, σε ορισμένες απομονωμένες διαλεκτικές περιοχές δυτικά της Τραπεζούντας, η διάλεκτος έχει συρρικνωθεί σε μερικές εκατοντάδες ομιλητές και είναι γνωστή με την ονομασία μουσουλμανικά Ποντιακά ή Ρωμαίικα.

  • ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Φωνολογία

Το φωνολογικό σύστημα της Ποντιακής δεν διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από αυτό της Κοινής Νεοελληνικής. Συγκεκριμένα, διατηρεί το πενταμελές φωνηεντικό σύστημα, εμφανίζοντας, ωστόσο, δύο επιπλέον φωνήματα (αποτελέσματα συναίρεσης που όμως κανονικοποιούνται) /ö/ < [io] και /ä/ < [ia], όπως επίσης και ένα κεντρικό φώνημα [ǝ], που παρουσιάζεται στο λόγο είτε ως αυτούσιο, είτε ως /i/ ή /u/, από παραλλαγμένη ανάλυση του τουρκικού κεντρικού φωνήματος /ı/.

To συμφωνικό σύστημα της διαλέκτου είναι κατά βάση το ίδιο με αυτό της Kοινής Nεοελληνικής, με την προσθήκη των ηχηρά ουρανοφατνιακά /ʃ/, /ʒ/, /ʧ/, /ʤ/ και με την επιπλέον παρατήρηση πως τα διπλά σύμφωνα της κοινής νεοελληνικής ξ /ks/ = /k/ + /s/, ψ /ps/ = /p/ + /s/ αναλύονται στα συστατικά τους. Ανάμεσα στα φωνολογικά φαινόμενα της ποντιακής, παρατηρούμε:

  • Ηχηροποίηση των κλειστών στα ακόλουθα περιβάλλοντα: (α) φατνιακά /l/ και /r/ + κλειστό π.χ. χορdάρα, ‘γρασίδι’ πορbατώ ‘περπατώ’, (β) ουρανικό + κλειστό, π.χ. τσοbάνο έρdε ‘ο βοσκός ήρθε’, ‘κσήλωσανdα’ ‘τον ξέσκισαν’;

  • Διατήρηση ή απώλεια του τελικού –ν (το οποίο λειτουργεί και ως κριτήριο για την ταξινόμηση της Ποντιακής σε διαλεκτικές υποομάδες);

  • Καταστρατήγηση του νόμου της τρισυλλαβίας που ισχύει για την Κοινή Νεοελληνική και ανάπτυξη δεύτερου τόνου στη δεύτερη ή την τρίτη συλλαβή από το τέλος: ‘έκοιμουμουνέστηνε’ ‘κοιμόμασταν’;

  • Συστηματικός αναβιβασμός του τόνου στην πρώτη συλλαβή, στην κλητική πτώση: ‘θέγατερες’, ‘μάνναδες’, ‘άδελφε’.

Μορφολογία

  • Διπλοτυπία στην ονομαστική ενικού των δευτερόκλιτων αρσενικών, που συνδέεται με την έννοια της οριστικότητας: ο λύκον / λύκος;

  • Γενίκευση του τύπου ti στη γενική πτώση των ουσιαστικών αντί για tutis (στις περισσότερες περιοχές): ‘[τι] ανθρώπου’, ‘[τι] γαρής’, ‘[τι] χωράφι;

  • Xρήση του επιθήματος –and, στον πληθυντικό των αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών. H σημασιολογική χροιά του επιθήματος είναι μειωτική: κουρσάνdοισ’κυλλάνdοιΤουρκάνdοι;

  • Σχηματισμός των παραθετικών με περιφραστικό τρόπο: (κι) άλλο έμορφος – πολλά έμορφος;

  • Κατάλοιπα απαρεμφατικών τύπων: μαθείναιαγαπέθην;

  • Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ εξακολουθητικού και στιγμιαίου μέλλοντα (στις περισσότερες περιοχές): θα λέγω = ‘θα λέω / θα πω’